despot$20636$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

despot$20636$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Despots; Despot (disambiguation)

despot      
n. δεσπότης, τύραννος

Ορισμός

despot
['d?sp?t]
¦ noun a ruler who exercises absolute power, especially in a cruel or oppressive way.
Derivatives
despotic adjective
despotically adverb
despotism noun
Origin
C16: from Fr. despote, via med. L. from Gk despotes 'master, absolute ruler'.

Βικιπαίδεια

Despot

Despot may refer to:

  • Despot (court title), a Byzantine court title
  • Despotism, a form of government in which power is concentrated in the hands of one individual
  • Despot (rapper), rapper Alec Reinstein's stage name
  • Šifra Despot, a TV series
  • Despot (vehicle), armoured multifunctional vehicle